Η ιστορία της Nike

Μπορεί µια εργασία στο πανεπιστήµιο να ωθήσει κάποιον να ιδρύσει µια εταιρεία αθλητικών παπουτσιών που σύντοµα θα κατακτούσε όλο τον κόσµο; Στην περίπτωση του Φιλ Νάιτ, µέτριου σπουδαστή και δροµέα µεσαίων αποστάσεων, η απάντηση είναι «ναι». Μια εργασία µε τίτλο «Μπορούν τα γιαπωνέζικα αθλητικά παπούτσια να κάνουν στους Γερµανούς ό,τι έκαναν και οι γιαπωνέζικες φωτογραφικές µηχανές;», συνεπήρε το νεαρό σπουδαστή, που πρότεινε την παραγωγή ανθεκτικών παπουτσιών στην Ιαπωνία (χώρα µε φθηνό εργατικό δυναµικό) και την εισαγωγή τους στην Αµερική. Με το πέρας της εργασίας, ο Νάιτ ήξερε τι ήθελε να κάνει στη ζωή του.

Εκείνη την εποχή, ο Μπιλ Μπάουερµαν, προπονητής στο Πανεπιστήµιο του Όρεγκον, είχε φέρει το τζόκινγκ στην Αµερική εγκαινιάζοντας ένα πρωτοποριακό πρόγραµµα προπόνησης για τους δροµείς. Ο Νάιτ, ένας από τους µαθητές του Μπάουερµαν, δοκίµαζε τα παπούτσια που έφτιαχνε ο προπονητής του, χωρίς όµως εντυπωσιακά αποτελέσµατα. Οι δύο άνδρες συζητούσαν συχνά για την έλλειψη ενός αξιόλογου αµερικάνικου παπουτσιού για τρέξιµο, το οποίο θα µπορούσε να ανταγωνιστεί τα αντίστοιχα γερµανικά.

Μετά από ένα ταξίδι στην Ιαπωνία, όπου έµαθε την τοπική κουλτούρα και θρησκεία, ο Νάιτ επέστρεψε στην Αµερική αποφασισµένος να αµφισβητήσει την κυριαρχία της Adidas. Έτσι, λοιπόν, το 1964 ο 26χρονος δροµέας, µαζί µε τον προπονητή του, επένδυσαν 500 δολάρια έκαστος –μια συνεργασία που επισφραγίστηκε με μια χειραψία- ιδρύοντας την Blue Ribon Sports και ξεκίνησαν την εισαγωγή 300 ζευγαριών αθλητικών παπουτσιών από µια άγνωστη ιαπωνική εταιρεία, την Onitsuka Tiger. Ο Νάιτ αποθήκευε τα παπούτσια στο υπόγειο του σπιτιού του και στη συνέχεια τα πουλούσε µε ιδιαίτερη επιτυχία από το πίσω κάθισµα του αυτοκινήτου του, κατά τη διάρκεια αγώνων δρόµου που διοργανώνονταν σε γυµνάσια και κολέγια.

Το πρώτο κατάστηµα άνοιξε δίπλα σε ένα κέντρο ομορφιάς το 1966 στην Καλιφόρνια, όµως πέντε χρόνια αργότερα οι δύο συνεταίροι, που αναζητούσαν ένα πιο ελαφρύ, ελαστικό και ανθεκτικό παπούτσι, αποφάσισαν να διακόψουν τη συνεργασία με την ιαπωνική εταιρεία και να δηµιουργήσουν τη δική τους σειρά παπουτσιών. Αυτό που έλειπε, όµως, ήταν ένα όνοµα πιο εµπορικό, οπότε ο Νάιτ ζήτησε από τους 45 υπαλλήλους του να γράψουν την πρότασή τους σ’ ένα χαρτάκι και να το ρίξουν σ’ ένα καπέλο. Η ιδέα για το όνοµα «Nike» (ο Νάιτ είχε προτείνει το µάλλον άστοχο «Dimension Six»), από το ελληνικό «Νίκη», την ελληνίδα φτερωτή θεά, προήλθε από έναν συνάδελφο του Νάιτ, που είδε τη θεά στο όνειρό του.

Ένα χρόνο αργότερα, τα πρώτα αθλητικά παπούτσια Nike έκαναν την εµφάνισή τους µε λογότυπο το φτερό της Απτέρου Νίκης και µέχρι το 1982 εκτόπισαν την Adidas από την κορυφή στην αµερικάνικη αγορά αθλητικών ενδυµάτων. Το 1972 σηµειώθηκε η πρώτη µεγάλη επιτυχία, όταν ο Μπάουερμαν σχεδίασε ένα παπούτσι που διέθετε σόλα σε σχήμα βάφλας –εμπνεόμενος ένα πρωινό από την ψηστιέρα της βάφλας που είχε στην κουζίνα του σπιτιού του και συγκεκριμένα από τις γραμμώσεις που έκανε η επιφάνειά της (ένα από αυτά τα πρώτα παπούτσια βρέθηκε πρόσφατα πεταμένο στο ράντσο του Μπάουερμαν), βάσει των οποίων έπαιρνε το γνωστό σχήμα το γλύκισμα- για τους Ολυµπιακούς Αγώνες στο Όρεγκον και κατάφερε να πείσει αρκετούς µαραθωνοδρόµους να το φορέσουν. Τέσσερις από αυτούς τερµάτισαν στις επτά πρώτες θέσεις, κάτι το οποίο διαφηµίστηκε δεόντως από την εταιρεία (για την ιστορία, οι τρεις πρώτοι φορούσαν Adidas).

Στα µέσα της δεκαετίας του ’80, οι πωλήσεις της Nike είχαν παραμείνει στάσιμες, όταν αναζητήθηκε ένας διάσηµος αθλητής, που θα «ταυτιζόταν» µε την εταιρεία. Επιλέχθηκε ένα νέο αστέρι του µπάσκετ, ο Μάικλ Τζόρνταν, ο οποίος, αν και αρχικά αρνήθηκε (όταν αντίκρυσε τα µαύρα και κόκκινα παπούτσια που είχαν σχεδιάσει γι’ αυτόν, είπε «δεν τα φοράω αυτά, έχουν τα χρώµατα του διαβόλου»), εντούτοις αποδέχτηκε την πρόταση και υπέγραψε συµβόλαιο 2,5 εκατοµµυρίων δολαρίων για πέντε χρόνια. Με σλόγκαν το Just Do It, ένα από τα πέντα καλύτερα σλόγκαν του 20ού αιώνα (πηγή έμπνευσης υπήρξαν τα τελευταία λόγια, «Lets do it» ενός θανατοποινίτη), η Nike επισφράγησε την πρωτοκαθεδρία της.

Σύντοµα η Nike, αναγνωρίζοντας την αξία του ονόµατός της, επεκτάθηκε και σε άλλους τοµείς και βρέθηκε πίσω από ποικίλα προϊόντα – από παπούτσια ποδηλασίας µέχρι απλά, καθηµερινά ρούχα. Στην Αµερική, µάλιστα, άρχισαν να εµφανίζονται τα Niketown, τεράστια εµπορικά κέντρα µε προϊόντα της εταιρείας, όπου υπήρχαν ακόµη και µικρά γήπεδα µπάσκετ για να µπορούν οι επισκέπτες να δοκιµάσουν τα παπούτσια που επιθυµούσαν να αγοράσουν.

Η παντοδυναμία της αμερικάνικης εταιρείας κλονίστηκε το 1996, όταν προέκυψε σκάνδαλο σχετικά με τις απάνθρωπες συνθήκες εργασίας που επικρατούσαν στο εργοστάσιό της στην Ινδονησία. Μία φωτογραφία στο περιοδικό Life απεικόνιζε έναν ανήλικο εργάτη να ράβει μια μπάλα της Nike, εξαγριώνοντας την κοινή γνώμη που προέβη σε μποϋκοτάζ καθώς το συμβόλαιο του Τζορνταν ισοδυναμούσε με 44.492 χρόνια εργασίας ενός ινδονήσιου εργάτη. Υπό την πίεση των εξελίξεων, ο Νάιτ ανέλαβε μια σειρά διορθωτικών δράσεων προκειμένου να περιχαρακώσει τη φήμη της εταιρείας του που είχε πληγεί.

Σήµερα, το φτερό της Απτέρου Νίκης είναι από τα πιο αναγνωρίσιµα σήµατα παγκοσµίως. Η Κάρολαϊν Ντέιβιντσον, σχεδιάστρια του διάσηµου λογότυπου, είχε λάβει τότε ως αµοιβή µόλις 35 δολάρια από τον Νάιτ, που δεν είχε ενθουσιαστεί αρκετά από τη δουλειά της. «Δεν µου αρέσει, αλλά θα το συνηθίσω», της είχε πει τότε. Πάντως, το 1988 την προσκάλεσε σε δείπνο, όπου της έδωσε ένα χρυσό δαχτυλίδι µε το σήµα της Nike, καθώς και ένα διόλου ευκαταφρόνητο µερίδιο από το µετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας…

Πηγή: "Γνωστά Ονόματα Αγνωστες Ιστορίες 1" (εκδ. Σταμούλης)
Νεότερη Παλαιότερη
Protopapadakis-biblia