Colgate. Πώς ένας θεοσεβούμενος μετανάστης έβαλε τα θεμέλια για μία από τις πιο ιστορικές επιχειρήσεις

Μολονότι η επωνυμία Colgate έχει ταυτιστεί µε την οδοντόκρεµα, θα έπρεπε να περάσουν περίπου 70 χρόνια από την ίδρυση της οµώνυµης εταιρείας για να βγει στην αγορά η πρώτη οδοντόκρεµα. Η ιστορία είχε ξεκινήσει πολύ πιο πριν, από την προσπάθεια ενός βαθύτατα θρησκόληπτου ανθρώπου, του Ουίλιαµ Κολγκέιτ, να παρασκευάσει σαπούνια και κεριά.
Ηταν ένα εγχείρηµα ιδιαίτερα δύσκολο, καθώς δεν είχε να ανταγωνιστεί µόνο τους υπόλοιπους παραγωγούς σαπουνιών, αλλά και να αντιμετωπίσει μία χρόνια παγιωμένη αντίληψη: τους ίδιους τους πελάτες του, τις νοικοκυρές που έφτιαχναν τα δικά τους σαπούνια, τις οποίες έπρεπε να πείσει όχι µόνο ότι το σαπούνι του ήταν πιο οικονοµικό και πιο ποιοτικό, αλλά και να αποτινάξει από πάνω τους την εικόνα της «κακής» νοικοκυράς, που δεν φτιάχνει το δικό της σαπούνι.
Ο Κολγκέιτ γεννήθηκε το 1783 στο Λονδίνο, όµως σε ηλικία 12 χρονών αναγκάστηκε να µεταναστεύσει οικογενειακώς στην Αµερική προκειµένου να αποφύγει το λιντσάρισµα, εξαιτίας των φιλελεύθερων ιδεών του πατέρα του, υποστηρικτή της Γαλλικής Επανάστασης και του Αμερικανικού Πολέμου για την Ανεξαρτησία.  
Η οικογένεια εγκαταστάθηκε σε ένα αγρόκτηµα στη Νέα Υόρκη, όπου άρχισε να ασχολείται µε την παραγωγή κεριών και σαπουνιών. Τα πράγµατα δεν πήγαιναν καλά και ο 21χρονος µετανάστης μεταπήδησε σε µια άλλη επιχείρηση που παρασκεύαζε σαπούνια και κεριά από ζωικά λίπη, η οποία όμως έκλεισε µετά από δύο χρόνια. Έχοντας µυηθεί στα μυστικά του επαγγέλματος, ο Κολγκέιτ άνοιξε το 1806 το δικό του εργοστάσιο και κατάστημα για κεριά και σαπούνια στην περιοχή του Μανχάταν.
Την πρώτη µέρα που άνοιξε το µαγαζί του, στις επτά το πρωί, περίµενε µε ανυποµονησία τους πελάτες του. Είχε ήδη µεσηµεριάσει, όταν ο πρώτος του πελάτης, ένας ηλικιωµένος κύριος, πέρασε το κατώφλι του µαγαζιού και αφού εξέτασε εξονυχιστικά το σαπούνι του, το αγόρασε. Τότε, ο νεαρός του ζήτησε να του το παραδώσει ο ίδιος στο σπίτι, µία πρακτική ανήκουστη έως τότε. Έκλεισε το µαγαζί του µια ώρα νωρίτερα, έκανε την παράδοση και κέρδισε έναν πελάτη εφ’ όρου ζωής.
Την εποχή εκείνη τα σαπούνια φτιάχνονταν στα σπίτια, µια διαδικασία ιδιαίτερα χρονοβόρα και κοπιαστική. Ως εκ τούτου, όταν ο Κολγκέιτ και άλλοι σαπωνοποιοί άρχισαν να τα εµπορεύονται, οι νοικοκυρές ανταποκρίθηκαν θετικά. Βέβαια, ο ευρηματικός μετανάστης θα πήγαινε ένα βήµα παραπέρα, προκειµένου να διαφοροποιηθεί από τον ανταγωνισµό, αρωµατίζοντας τα σαπούνια του.
Ο ίδιος γνώριζε πολύ καλά ότι, σε µια εποχή που τα σπιτικά σαπούνια µύριζαν άσχημα, αυτό ήταν το ισχυρό του όπλο για να πείσει τις νοικοκυρές να τον προτιµήσουν. Όντως, αυτές θα έβρισκαν διάφορες δικαιολογίες για να µην παρασκευάσουν σαπούνια, σπεύδοντας στο κατάστημα του Κολγκέιτ, ο οποίος τις παρότρυνε «απλώς πείτε στην οικογένειά σας ότι αυτή την εβδοµάδα δεν είχατε όλα τα υλικά».
Ως ο µοναδικός σαπουνοποιός στην πόλη που έκανε διανοµές, ο Κολγκέιτ επέτυχε σηµαντικές πωλήσεις, οι οποίες «εκτοξεύτηκαν» το 1812, όταν διακόπηκαν οι εισαγωγές σαπουνιού από τη Μεγάλη Βρετανία. Μέχρι το 1850 η εταιρεία του παρασκεύαζε 100 διαφορετικούς τύπους σαπουνιού, από σαπούνια για πλύσιµο έως αρωµατικά σαπούνια τουαλέτας.
Όλα αυτά τα χρόνια ο Κολγκέιτ παρέµεινε πιστός στις αρχές του δωρίζοντας το 10% των εσόδων του (αργότερα αυξήθηκε σταδιακά σε 20% και 30%) στην εκκλησία και σε φιλανθρωπικά ιδρύµατα. Παρέµεινε βαθιά θρησκευόµενος σε όλη του τη ζωή, γνωστός στην εκκλησία του ως «διάκονος Κολγκέιτ», ενώ στα παιδιά του έδωσε ονόµατα από τη Βίβλο.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ασχολήθηκε ενεργά µε τη διάδοση της Βίβλου σε όλη τη χώρα, ενώ χρηµατοδότησε τη ίδρυση θρησκευτικής σχολής, η οποία φέρει το όνοµά του. Ο «Βασιλιάς του Σαπουνιού» πέθανε το 1857, όµως το όνοµά του εξακολουθεί ακόµα και σήµερα να βρίσκεται σε εκατοντάδες προϊόντα του σούπερ µάρκετ. Τα ηνία της επιχείρησης ανέλαβε ο γιος του Σάμιουελ, ο οποίος ωστόσο αρχικά δεν επιθυμούσε να ασχοληθεί με την οικογενειακή επιχείρηση, τον οποίο διαδέχθηκαν το 1908, χρονιά κατά την οποία αναγέρθηκε ένα τεράστιο ρολόι πάνω από τα κεντρικά γραφεία της εταιρείας-, οι πέντε γιοι του. Στην τρίτη γενιά πιστώνεται η συντονισμένη προσπάθεια ενημέρωσης του κοινού για την στοματική υγιεινή και την ανάγκη χρήσης οδοντόκρεμας και οδοντόβουρτσας – μάλιστα, το 1911 διανεμήθηκαν σε σχολεία δύο εκατομμύρια σωληνάρια οδοντόκρεμας καθώς και οδοντόβουρτσες.

Είναι χαρακτηριστικό ότι η Colgate Co. (το 1928 συγχωνεύτηκε µε µια άλλη σαπωνοποιία, την Palmolive Co.) στα 100 χρόνια από την ίδρυσή της παρήγαγε οδοντόκρεµες (το 1873 παρασκεύασε την πρώτη αρωµατική κρέµα δοντιών σε βάζο, ενώ το 1896 την πρώτη σε σωληνάριο), σαπούνια για πλύσιµο ρούχων, 160 διαφορετικούς τύπους σαπουνιού για το µπάνιο και 625 ποικιλίες αρωµάτων. Σήμερα, η Colgate-Palmolive δραστηριοποιείται σε 200 χώρες και αποτελεί μία από τις πιο αναγνωρισμένες εταιρείες καταναλωτικών προϊόντων παγκοσμίως. Παραμένει ο ηγέτης της αγοράς στον κλάδο της οδοντόκρεμας αλλά και σε αυτόν της στοματικής υγιεινής. Στη χώρα μας, τα προϊόντα Colgate ήρθαν στις αρχές της δεκαετίας του 1950 από τα αδέρφια Βασιλόπουλους.

Νεότερη Παλαιότερη
Protopapadakis-biblia